- ραβδόγλυφος
- -η, -ο, Ναρχιτ. (για κίονες και παραστάσεις) αυτός που έχει σε ολόκληρη την επιφάνειά του κυρτές ημικυλινδρικές ραβδοειδείς γλυφές, αυτός που είναι γεμάτος σκαλίσματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ράβδος + -γλυφος (< γλύφω «σκαλίζω»), πρβλ. τρί-γλυφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].
Dictionary of Greek. 2013.